- ἐκφυεῖ
- ἐκφύωgenerateaor subj pass 3rd sg (epic)ἐκφυήςabnormally developedmasc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)ἐκφυήςabnormally developedmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκφύει — ἐκφύ̱ει , ἐκφύω generate pres ind mp 2nd sg ἐκφύ̱ει , ἐκφύω generate pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστοφυής — ές εκείνος που εκφύει, που βγάζει βλαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλαστός + φυής < φυή ή φύος < φύομαι] … Dictionary of Greek
πτεροφύτωρ — ορος, ὁ, Α 1. αυτός που εκφύει φτερά 2. μτφ. αυτός που πετά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + φύτωρ (< φύομαι)] … Dictionary of Greek
φυλλοτόκος — ον, Α αυτός που βγάζει, που εκφύει φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ἐλαιο τόκος, καρπο τόκος] … Dictionary of Greek